- Κρήτηνδε
- Κρήτηνδε (Α)επίρρ. στην Κρήτη, προς την Κρήτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκην-δε, Κύπρον-δε)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κρήτηνδε — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek